ῥεέθρων

ῥεέθρων
ῥεῖθρον
that which flows
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νομάδας — ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, άδος) 1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή 2. στον πληθ. νομάδες νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου… …   Dictionary of Greek

  • υγροτόκος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που παράγει νερό («ῥεέθρων ὑγροτόκους ὠδῑνας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. βραδυ τόκος, θηλυ τόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”